- τλήμων
- και δωρ. τ. τλάμων, -ον, Α1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.)3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.)4. (με κακή σημ.) παράτολμος, απερίσκεπτος («εἰ μὴ τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε», Σοφ.)5. δυστυχής, αξιολύπητος, ταλαίπωρος (α. «ποῡ γὰρ ὁ τλήμων αὐτὸν ἄπεστιν;», Σοφ.β. «ἄλλα εἴμι γὰρ δὴ τλημονεστάτην ὀδόν», Ευρ.)6. (με περιφρονητική σημ.) αξιοκαταφρόνητος, ελεεινός, άθλιος.επίρρ...τλημόνως Α1. με καρτερία («ἐγκαρτερεῑν τλημόνως», Αιλ.)2. άθλια, ελεεινά («ἀμφὶ μνῆμ' Ἀχιλλείου τάφου οἰκτρὰ τέθνηκε τλημόνως Πολυξένη», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- / τλᾱ- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + επίθημα -μων (πρβλ. εἰδή-μων, ἐλεή-μων)].
Dictionary of Greek. 2013.